ψηλοτάβανος

ψηλοτάβανος
-η, -ο
αυτός που έχει ψηλό ταβάνι, ο ψηλός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψηλοτάβανος — η, ο, Ν (για δωμάτιο ή οικοδομή) αυτός που έχει ψηλή οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + ταβάνι] …   Dictionary of Greek

  • υψερεφής — και ὑψηρεφής, ές, Α 1. αυτός που έχει ψηλή οροφή, ψηλοτάβανος («ὑψερεφές μέγα δῶμα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ερεφής / ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. ἀμφ ηρεφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”